- τοπότυπος
- ο, Ν(βιολ.-παλαιοντ.)άτομο ή άτομα ενός είδους που έχει συλλεγεί από την τυπική τοποθεσία και από τον ίδιο στρωματογραφικό ορίζοντα, από τον οποίο είχε συλλεγεί κατά το παρελθόν και ο ολότυπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. topotype (< τόπος + τύπος)].
Dictionary of Greek. 2013.